- βιοπαλαίω
- βιοπαλεύω αμετ.1) бороться за существование; 2) терпеть лишения
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βιοπαλεύω — και παλαίω μοχθώ για την εξοικονόμηση των αναγκαίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βιοπαλεύω < βίος + παλεύω < πάλη + εύω και ο τ. βιοπαλαίω < βίος + παλαίω, που μαρτυρείται από το 1893 στον Θ. Βελλιανίτη] … Dictionary of Greek